επέραστος

επέραστος
ἐπέραστος, -ον (AM)
1. αξιαγάπητος
2. ποθητός, επιθυμητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εραστός «ρηματικό επίθ. τού ρ. έραμαι «αγαπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἐπέραστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέραστος — lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεραστότερον — ἐπέραστος lovely adverbial comp ἐπέραστος lovely masc acc comp sg ἐπέραστος lovely neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέραστον — ἐπέραστος lovely masc/fem acc sg ἐπέραστος lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπεράστοις — Ἐπέραστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεράστοις — ἐπέραστος lovely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπεράστου — Ἐπέραστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεράστου — ἐπέραστος lovely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπεράστους — Ἐπέραστος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεράστους — ἐπέραστος lovely masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”